- ερωτόπληκτος
- -η, -οαυτός που έχει πληγεί από τον έρωτα, ο ερωτοχτυπημένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, -ωτος + -πληκτος < πλήττω. Η λ. μαρτυρείται στον Σπ. Ν. Ζαβιτσάνο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ερωτοπληξία — η η ιδιότητα ή η κατάσταση τού ερωτόπληκτου, η ερωτοπάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερωτόπληκτος. Η λ. μαρτυρείται στον Αχιλλέα Γεωργαντά] … Dictionary of Greek
ερωτοχτυπημένος — η, ο ο ερωτευμένος, αλλ. ερωτόπληκτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)